- πόρνος
- ὁ πόρνος блудник, распутник
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
πόρνος — catamite masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνος — ο, ΝΜΑ 1. άνδρας που προσφέρει το σώμα του για σαρκική απόλαυση έναντι χρηματικής αμοιβής, κίναιδος, πούστης 2. ακόλαστος, ασελγής, ανήθικος, διεφθαρμένος αρχ. 1. ο ενεργητικώς ομοφυλόφιλος 2. ειδωλολάτρης νεοελλ. 3. (για γυναίκα, με επιτατ.… … Dictionary of Greek
πόρνος — ο άντρας ακόλαστος, ασελγής, κίναιδος, αλλ. πούστης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόρνοι — πόρνος catamite masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνοις — πόρνος catamite masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνον — πόρνος catamite masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνου — πόρνος catamite masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνους — πόρνος catamite masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνων — πόρνος catamite masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνῳ — πόρνος catamite masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππόπορνος — ἱππόπορνος, ό, ἡ (Α) 1. υπερβολικά ασελγής, πάρα πολύ πόρνος 2. έφιππος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * (με επιτατική σημ. «υπερβολικά») + πόρνος (πρβλ. και λ. ιππόκρημνος)] … Dictionary of Greek